- χαρτία
- χαρτίονneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαρτί — Λεπτό συμπιεσμένο στρώμα από επάλληλες ύλες κυτταρίνης, που χρησιμοποιείται κυρίως για γράψιμο ή ως υλικό συσκευασίας. Πρώτη ύλη για την κατασκευή του χ. είναι οι ίνες κυτταρίνης, που περιέχονται στα απορρίμματα του βαμβακιού, του λιναριού, του… … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
χαρτομαντεία — Μέθοδος της μαντικής τέχνης, που προβλέπει το μέλλον με το ρίξιμο των χαρτιών της τράπουλας. Η χ. προήλθε από την αστρολογία, χρησιμοποιήθηκε όμως κυρίως από τα μέσα του 18ου αι. και διαδόθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο. Ασκείται κυρίως από γυναίκες… … Dictionary of Greek
Odysseas Elytis — Born November 2, 1911(1911 11 02) Heraklion, Greece Died March 18, 1996(1996 03 18) (aged 84) Athens, Greece … Wikipedia
μοιράζω — και μεράζω (ΑΜ μοιράζω, Μ και μεράζω) [μοίρα] 1. χωρίζω κάτι σε τεμάχια ή σε μερίδια, τεμαχίζω, κομματιάζω («μοίρασα το κρέας σε μερίδες για να τό μαγειρέψω») 2. διανέμω κάτι σε κάποιον («πρέπει να μοιραστούν τρόφιμα στους σεισμοπαθείς») 3.… … Dictionary of Greek
μπάγκα — και μπάνκα, η 1. πιστωτικό ίδρυμα, τράπεζα 2. φρ. «κάνω τη μπάγκα» και «έχω τη μπάγκα» (στη χαρτοπαιξία) μοιράζω τα χαρτιά τής τράπουλας πληρώνοντας με δικά μου χρήματα όσους κερδίζουν και εισπράττοντας τα χρήματα όσων χάνουν, αλλ. μάνα… … Dictionary of Greek
πικέτο — το, Ν 1. χαρτοπαίγνιο που παίζεται με 32 χαρτιά 2. η δεσμίδα με τα 32 χαρτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. picchetto] … Dictionary of Greek
πόκερ — το, Ν παιχνίδι με χαρτιά τής τράπουλας το οποίο παίζεται από τέσσερεις συνήθως παίκτες με 32 χαρτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. poker (πιθ. < φλαμανδ. pokken «χτυπώ», από το οποίο επίσης προέρχεται το γαλλ. poquer)] … Dictionary of Greek
ραμί — το, Ν (χαρτοπαίγν.) παιχνίδι για τέσσερεις παίκτες με 52 χαρτιά και έναν τζόκερ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rummy «είδος παιχνιδιού με χαρτιά»] … Dictionary of Greek
σπόρκος — α, ο, Ν 1. (για ναυτιλιακά έγγραφα) σκάρτος, ελλιπής, μη καθαρός, που δεν είναι εν τάξει («έχει σπόρκα τα χαρτιά του» δεν έχει εν τάξει τα χαρτιά του και συνεπώς δεν μπορεί να έχει ελεύθερη επικοινωνία) 2. φρ. «τά βρήκε [ή τού ήρθαν] σπόρκα»… … Dictionary of Greek